- επιρραπίζω
- ἐπιρραπίζω (AM) [ραπίζω]ραπίζω, χτυπώ με ραβδίμσν.στηλιτεύω, χτυπώαρχ.1. «ἐπιρραπίζω τὸ πῡρ» — σβήνω τη φωτιά με ραβδισμούς2. μτφ. επιπλήττω, ονειδίζω («ἐπερράπισε Δημήτριον τὸν Φαληρέα σὺν τῇ πήρᾳ τῶν ἄρτων», Αθήν.)3. χτυπώ με ειρωνεία, ειρωνεύομαι4. παθ. (για κίνηση) αναστέλλομαι.
Dictionary of Greek. 2013.